Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ανταλγαισθητικός, -ή, -ό

         
antinociceptive

         

Ερμηνεία:

Αυτός που επιδεικνύει  περιορισμένη ευαισθησία στον πόνο. Αυτός συμμετέχει ή προκαλεί τη   διαδικασία του αποκλεισμού ή της ανίχνευσης ενός αλγογόνου ερεθίσματος από τους αισθητικούς νευρώνες (ανταλγαισθησία).



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Antinociceptive pharmacological profile of Dysphania graveolens in mouse.Déciga-Campos M, Mata R, Rivero-Cruz I.Biomed Pharmacother. 2017 May;89:933-938.

Antinociceptive effect of chrysin in diabetic neuropathy and formalin-induced pain models.Hong JS, Feng JH, Park JS, Lee HJ, Lee JY, Lim SS, Suh HW.Anim Cells Syst (Seoul). 2020 May 25;24(3):143-150. 

The antinociceptive properties of endomorphin-1 and endomorphin-2 in the mouse.Tseng LF.Jpn J Pharmacol. 2002 Jul;89(3):216-20. 

 



Συνώνυμα:





 Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »


© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Νευρολογία: